Όταν ο Ουίστον Τσώρτσιλ έδινε το 1946 τη διάσημη πλέον ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, όπου μιλούσε για το όραμα του για τις "Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρωπής" βάζοντας έτσι τον θεμέλιο λίθο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δε θα μπορούσε ασφαλώς να προβλέψει αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι ηττημένοι του πολέμου θα κυριαρχούσαν και θα δυνάστευαν ακόμα μία φορά την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Φαίνεται δυστυχώς πως η ιστορία δε μας δίδαξε πολλά – όχι μόνο εμάς τους Έλληνες – αλλά ούτε και τους ευρωπαίους εταίρους και συμμάχους μας. Φαίνεται πως η ιστορία δεν δίδαξε ούτε τους ίδιους τους Γερμανούς. Διότι αν είχαν αφομοιώσει το ιστορικό μάθημα, θα γνώριζαν πως κάθε προσπάθεια να επιβληθούν σε άλλες χώρες – είτε στρατιωτικά, είτε οικονομικά δεν έχει σημασία – οδηγείται αργά ή γρήγορα σε τραγωδία. Θα γνώριζαν ότι τα υποτιμητικά σχόλια για τους 'τεμπέληδες' Έλληνες και τους 'εργατικούς' Γερμανούς δεν διαφέρουν στην ουσία πολύ από τις θεωρίες περί ανωτερότητας του γερμανικού λαού που οδηγούσαν τον πλανήτη στο γνωστό αιματοκύλισμα του Β' ΠΠ. Είναι όμως δυστυχώς αλήθεια ότι οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Διότι ο λόγος που δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), ο προπομπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως της γνωρίζουμε σήμερα, ήταν ακριβώς αυτός: να συγκρατήσουν και να περιορίσουν την Γερμανία μέσω μιας οικονομικής ένωσης. Αποφάσισαν, εν ολίγοις, οι νικητές του Β' ΠΠ ότι ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστούν το 'γερμανικό πρόβλημα' ήταν να ενθαρρύνουν τη Γερμανία να συνεργαστεί αντί να ανταγωνιστεί τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη. Η απόφαση αυτή, η οποία αντανακλούσε περισσότερο τους γαλλικούς και βρετανικούς φόβους για επανεξοπλισμό της Γερμανίας και λιγότερο τους Αμερικάνικους για μια αδύναμη Ευρώπη που θα γινόταν βορρά της κομμουνιστικής Ρωσίας, ήταν το εφαλτήριο της δημιουργίας της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα κάλυπτε ένα διπλό σκοπό: από τη μια αποσκοπούσε να ελέγξει την παραγωγική δυνατότητα της Γερμανίας σε στρατιωτικό υλικό (διότι χάλυβας και άνθρακας ήταν η κύρια πρώτη ύλη της πολεμικής βιομηχανίας όπου η Γερμανία είχε πλούσια κοιτάσματα) ενώ από την άλλη να χρησιμοποιήσει τις παραγωγικές δυνατότητες της γερμανικής οικονομίας για να παράγει οικονομική ανάπτυξη που θα θωράκιζε την ευρώπη από την επέλαση των σοβιετικών. Το πρώτο ήταν μια ευρωπαϊκή (γαλλική) ιδέα – αυτή του Ζαν Μονέ – ενώ η δεύτερη ήταν μια αμερικάνική ιδέα – αυτή του Σχεδίου Μάρσαλ. Οι Βρετανοί από την άλλη, μετά την τραυματική εμπειρία του Β' ΠΠ είχαν μια τρίτη ιδέα, αυτή του τεμαχισμού της Γερμανίας σε μικρότερα κομμάτια. Φαίνεται πως οι νικητές του πολέμου είχαν διαφορετικές απόψεις για το 'γερμανικό πρόβλημα', διότι είναι ασφαλώς διαφορετικό να έχεις κοινά σύνορα με τη Γερμανία και ν'αναρωτιέσαι ποια μέρα θα δεις τα γερμανικά αεροπλάνα πάνω απ'το κεφάλι σου ('οπως π.χ. οι Γάλλοι) και διαφορετικό να συμμετέχεις στον πόλεμο σαν 'επισκέπτης' γιατί αυτό ορίζουν τα γεωστρατηγικά σου συμφέροντα (όπως π.χ. οι Αμερικάνοι).
Για να μη μακρυγορούμε όμως, η ουσία της ιστορίας είναι ότι οι ευρωπαίοι κουρασμένοι και τρομοκρατημένοι από τη φρίκη του πολέμου, αποφάσισαν να βάλουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο που θα έλυνε το 'γερμανικό πρόβλημα' και θα διασφάλιζε την ειρήνη στην Ευρώπη. Ίδρυσαν την ΕΚΑΧ, αργότερα την ΕΟΚ και σήμερα την ΕΕ και όλα έδειχναν να πηγαίνουν πρίμα. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είτε σαν ΕΚΑΧ, είτε σαν ΕΕ, προσέφερε πάνω από μισό αιώνα πολύτιμης ειρήνης και υλοποίησε ταυτόχρονα τους αμερικανικούς στόχους για μια Ευρώπη ανάχωμα στον κομμουνισμό. Τι πήγε λοιπόν στραβά και πότε άρχισε να πηγαίνει στραβά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έτσι όπως συμβολίστηκε στην πτώση του τοίχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας αποτελεί το ορόσημο της σύγχρονης ευρωπαϊκής και ελληνικής πραγματικότητας. Το δόγμα Τρούμαν που ούτε λίγο ούτε πολύ προσδιόριζε την Ελλάδα ως το πιο γεωστρατηγικά σημαντικό 'οικόπεδο' στη Μεσόγειο οδήγησε σε μια μετατόπιση του διεθνούς ενδιαφέροντος προς τα ζητήματα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Με την κατάρρευση ωστόσο του δόγματος Τρούμαν η Ελλάδα έχασε αυτόματα μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής δύναμης που της παρείχε η προηγούμενη ισορροπία δυνάμεων. Όμως η ανάμειξη ξένων πολιτικών παραγόντων στα εσωτερικά της χώρας κατά την ψυχροπολεμική περίοδο είχε ήδη διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι. Διοτί ασφαλώς και οι 'συμμάχοι' μας δεν θα άφηναν στην κρίση του ελληνικού λαού και μόνο ζητήματα τόσο σημαντικά για την παγκόσμια ισορροπία, όμως με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η αιτία εξέλειπε αν και οι επιπτώσεις παρέμεναν.
Την ίδια περίοδο, στο παρασκήνιο της γερμανικής ενοποίησης οι ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για το κοινό νόμισμα διαμόρφωναν τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες. Διότι, αν και δεν τέθηκε ποτέ δημόσια, η συμμετοχή της Γερμανίας στο κοινό νόμισμα ήταν το προαπαιτούμενο για την επανένωσή της. Πίστευαν οι ευρωπαίοι εταίροι – εσφαλμένα ή όχι θα το δείξει η ιστορία – ότι η συμμετοχή της Γερμανίας στο κοινό νόμισμα θα την υποχρέωνε να επιδείξει πνεύμα αλληλεγγύης και μετά την επανένωση της, αφού το οικονομικό της μέλλον θα κρινόταν από την ομαλή συμπορεύσή της με τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης. Θεωρούσαν με άλλα λόγια, ότι εφόσον η Γερμανία θα ήταν δεμένη πάνω στο άρμα του ευρώ, θα ήταν ασφαλές να επανενωθεί διότι εκτροχιασμός του ευρώ θα σήμαινε και την οικονομική καταστροφή της ίδιας της Γερμανίας.
Όσοι έχουν μελετήσει τα ζητήματα του κοινού νομίσματος γνωρίζουν πως το ευρώ δεν προήλθε από κάποια οικονομική λογική. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη οικονομική προσταγή που να υπαγορεύει ότι είναι απαραίτητο ένα κοινό νόμισμα για να είναι οικονομικά βιώσιμη η ΕΕ. Δεν υπήρξε ποτέ περίοδος της ευρωπαϊκής ή της παγκόσμιας ιστορίας που να υπήρξε ένα κοίνο νόμισμα σε τέτοια έκταση και μάλιστα επιτυχημένα. Δεν υπήρχε παρά μόνο μια αχνή οικονομική θεωρία βέλτιστων νομισματικών περιοχών (Optimum Currency Areas) που πρόεβλεπε ότι θα μπορούσαν – υπό προϋποθέσεις - να υπάρξουν νομισματικές ενώσεις κρατών. Έτσι κι αλλιώς όμως οι χώρες της ευρωζώνης δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν 'βέλτιστη νομισματική περιοχή', πράγμα που θα δικαιολογούσε κατά κάποιον τρόπο τη δημιουργία του κοινού νομίσματος. Επιπλέον, το όλο εγχείρημα δεν ήταν παρά ένα τεράστιο πείραμα διότι η ιδέα αυτή δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ πριν. Οι οικονομολόγοι προειδοποιούσαν ότι η ανομοιογένεια μεταξύ των υποψηφίων χωρών, οι διαφορές στην κατανομή του εισόδηματος και οι τερατώδεις διαφορές στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας των χωρών αυτών θα οδηγούσαν σε τεράστιες οικονομικές στρεβλώσεις. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν προειδοποιούσε ότι η Ένωση θα ήταν οφέλιμη για τις ισχυρές οικονομίες και καταστροφική για τις περιφερειακές, πράγμα που ασφαλώς συνέβει.
Εν ολίγοις, τα κίνητρα πίσω από τη δημιουργία του ευρώ ήταν πάντοτε πολιτικά και όχι οικονομικά. Πίσω από το ευρώ βρίσκεται το ευρωπαϊκό όραμα της ενοποίησης και μόνο. Στο ευρώ εκφράστηκε η ευρωπαϊκή ιδέα της δημιουργίας μιας ομοσπονδιακής ΕΕ και για το λόγο αυτό πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους ευρωσκεπτικιστές (κλασσικό παράδειγμα η Βρετανία), ενώ δούλεψαν γι'αυτό σκληρά οι υπέρμαχοι μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης. Με άλλα λόγια το ευρώ ήταν ένα μεγάλο στοίχημα και ένα τιτάνιο πείραμα ταυτόχρονα: διότι γνωρίζουν και γνώριζαν ασφαλώς ότι το κοινό νόμισμα δεν μπορεί να δουλέψει παρά μόνο στη βάση της πολιτικής ενοποίησης. Συνεπώς ή οι λαοί θα υποκύψουν στις πιέσεις της πολιτικής ενοποίησης προκειμένου να δουλέψουν οι οικονομίες τους σωστά ή η ΕΕ πιθανόν να καταστραφεί.
Κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για την δημιουργία του ευρώ υπήρχαν δύο διαμετρικά αντίθετες τάσεις: μία φυγόκεντρη και μία κεντρομόλος. Από τη μια μεριά ήταν η γαλλική οπτική που επεδίωκε τη δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης που θα ελέγχεται από πολιτικά όργανα όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωκοινοβούλιο και η Κομισιόν, ενώ από την άλλη ήταν η γερμανική οπτική που επεδίωκε τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας στα πρότυπα της Bundesbank. Έχει όμως σημασία πως λειτουργεί η ΕΚΤ και γιατί;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η Γερμανία δεν ήθελε ασφαλώς να απαρνηθεί το πανίσχυρο Μάρκο για τη συμμετοχή της στο αβέβαιο πείραμα του ευρώ, αν και προσδωκούσαν διεύρυνση της αγοράς τους. Η Γαλλία και η Βρετανία από την άλλη δε συμφωνούσαν στην επανένωση της Γερμανίας παρά μόνο στη βάση της συμμετοχής της στο κοινό νόμισμα. Οι Γερμανοί έπρεπε να διαλέξουν και επέλεξαν ασφαλώς την επανένωση. Το τείχος του Βερολίνου γκρεμίστηκε στα τέλη του 1989 ενώ το ευρώ οριστικοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 1992 με την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Στο μεταξύ υπήρξαν σκληρές διαπραγματεύσεις για τη μορφή της νομισματικής ένωσης, τον έλεγχό της και τη μορφή της κεντρικής τράπεζας. Στο τέλος επεκράτησε η γερμανική πρόταση και αποτυπώθηκε στη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η ΕΚΤ δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της γερμανικής Bundesbank και αυτό προδιαγράφει και την νομισματική πολιτική της. Η ΕΚΤ είναι καταρχήν ανεξάρτητη και ιδιωτική. Δεν επιβλέπεται από κανένα εκλεγμένο πολιτικό φορέα και ασκεί ανέξαρτητη πολιτική από αυτή της ΕΕ ή των κρατών μελών. Αυτό τουλάχιστον στην θεωρία διότι στην πράξη όλοι γνωρίζουμε ότι περιμένουν το πράσινο φως από τους Γερμανούς για να πάρουν αποφάσεις. Αρκεί μια ματιά στην οργάνωση και λειτουργία της για να καταλάβουμε γιατί. Σήμερα η ευρωζώνη και η ΕΚΤ δεν επιβλέπονται ούτε από την Κομισιόν, ούτε από το Ευρωκοινοβούλιο. Αντίθετα η λειτουργία της ευρωζώνης ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τη διοίκηση της ΕΚΤ και το εν μέρει το Eurogroup. Η ΕΚΤ διοικείται από τον πρόεδρο και το συμβούλιο που αποτελείται από τους επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, ενώ το Eurogroup δεν είναι παρά μια συνάντηση των υπουργών οικονομικών των μελών της ευρωζώνης. Στην ουσία το Eurogroup είναι κάτι σαν μια επιτροπή του Ecofin (Συμβούλιο Οικονομικών και ΔημοσιονομικώνΥποθέσεων) το οποίο όμως Ecofin υπάρχει πολύ πριν το ευρώ και ανεξάρτητα από αυτό. Με τη σειρά του το Ecofin είναι κι αυτό μια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης (συμβούλιο των εκπροσώπων των κρατών μελών). Εν ολίγοις, το Ευρωκοινοβούλιο και η η Κομισιόν που είναι οι μόνοι αμιγώς ευρωπαϊκοί θεσμοί (και όχι εθνικοί) έχουν μείνει εξ ολοκλήρου εκτός της διαχείρισης του κοινού νομίσματος.
Δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα ως προς το γιατί το Ευρωκοινοβούλιο που είναι το μόνο εκλεγμένο πολιτικό όργανο της ΕΕ δεν έχει καμία αρμοδιότητα σε θέματα διαμόρφωσης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Επίσης δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα ως προς το γιατί η Κομισιόν που στην ουσία αποτελεί τη μόνη 'κυβέρνηση' της ΕΕ και η οποία έχει χαρακτηριστεί ως η 'κινητήριος δύναμη' της ευρωπαικής ενοποίησης παραμένει ουσιαστικά αμέτοχη στα θέματα του κοινού νομίσματος. Με άλλα λόγια έχουμε ένα υπερεθνικό/ευρωπαϊκό νόμισμα που όμως διοικείται από εθνικούς και ανεξάρτητους φορείς. Είναι λογικό και επόμενο ότι οι ισχυρότεροι εθνικοί 'παίκτες' θα έχουν και τη μεγαλύτερη μόχλευση στις διαπραγματεύσεις, πράγμα που βεβαίως δίνει προβάδισμα στη Γερμανία. Είναι επίσης λογικό ότι οι εκπρόσωποι των εθνικών κρατών θα αγωνιστούν για τα εθνικά τους συμφέροντα και όχι τα ευρωπαϊκά καθώς αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται πάντα.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα υπερεθνικό νόμισμα που όμως διοικείται από εθνικά κράτη. Είναι αναμενόμενο ότι θα προωθήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα και αυτή είναι και η τραγωδία του ευρώ. Μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση σημαίνει να δοθούν πραγματικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες στα ευρωπαϊκά όργανα διακυβέρνησης, δηλαδή την Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο, και όχι στις αντιπροσωπείες των εθνικών κρατών (Συμβούλιο της Ευρώπης, Eurogroup). Σήμερα η Ευρώπη πάσχει από ένα σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα διότι αυτά που ταλανίζουν την ΕΕ δεν βρίσκονται στον έλεγχο των γνήσιων ευρωπαϊκών θεσμών και κατ' επέκταση των Ευρωπαίων πολιτών. Το ευρωκοινοβούλιο, αν και ψηφίζουμε γι'αυτό δεν έχει καμία απολύτως αρμοδιότητα σε θέματα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Επίσης το ευρωκοινοβούλιο δεν έχει καμία αρμοδιότητα σε θέματα ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και σε θέματα ασφάλειας. Η Κομισιόν που ασκεί το ρόλο της 'ευρωπαϊκής' κυβέρνησης το ίδιο. Ο έλεγχος έχει μεταφερθεί στα χέρια τεχνοκρατών και την υποεπιτροπή της επιτροπής γι'αυτό και οι αναλυτές της ΕΕ συχνά ειρωνεύονται την ανεπάρκεια του ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης εφευρίσκοντας όρους όπως "governing by committee" (κυβερνώντας δια επιτροπής) ή "committology" (επιτροπολογία). Διότι είναι ασφαλώς αστείο να διαχειρίζονται τα κρίσιμα για το μέλλον της Ένωσης θέματα μη ευρωπαϊκά/υπερεθνικά (supranational) και μη εκλεγμένα θεσμικά όργανα.
Συνεπώς, δεν είναι προβληματική μόνο η ιδέα πίσω από το ευρώ αλλά και η ίδια η διοίκηση και διαχείριση του που κάνει τη βιωσιμότητα του δύσκολη. Τελικά, όπως έχουν επισημάνει πολλοί αναλυτές αλλά και πολιτικοί στο παρελθόν, θα πρέπει να επιλέξουμε εάν θέλουμε μια ευρωπαϊκή Γερμανία ή μία γερμανική Ευρώπη. Διότι εάν θέλουμε μια ευρωπαϊκή Γερμανία θα πρέπει να ενισχύσουμε τους υπερεθνικούς/ευρωπαϊκούς θεσμούς, διαφορετικά η Ένωση είναι καταδικασμένη να γίνει μια ένωση γερμανικών προτεκτοράτων ή ακόμα χειρότερα να γίνουμε οι 'Ηνωμένες Πολιτείες της Γερμανίας'. Το δίλημμα που φέρνει το ευρώ είναι ακριβώς αυτό και έγκειται αποκλειστικά στους ευρωπαίους ηγέτες να το ορίσουν, διαφορετικά την αυτοκρατορία που απέτυχε να ιδρύσει ο Χίτλερ το 1944 θα την ιδρύσει η Μέρκελ το 2012. Μέχρι στιγμής οι ευρωπαίοι έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά ανεπαρκείς και λίγοι να το διαχειριστούν και η σιωπηρη παραδοχή των γεγονότων δεν κάνει τίποτ' άλλο παρά να συνηγορεί στα γερμανικά σχέδια.
Γεωγία Φωτεινού
BA "Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών", τομέας ειδίκευσης: Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών, βαθμός πτυχίου "Αριστα".
Μεταπτυχιακές σπουδές: MPhil "Ευρωπαϊκή Πολιτική και Κοινωνία", θέμα έρευνας: "Η Υιοθέτηση των Κυβερνητικών Πληροφοριακών Συστημάτων στην ΕΕ: Μια Θεσμική Αναλυτική Προσέγγιση", Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, Οξφόρδη.
Διδακτορικές σπουδές: PhD "Υπερεθνικά Συστήματα Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης: Η Λειτουργική Όψη της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης", Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής, Πολυτεχνείο Πατρών.